- καλαμιών
- καλαμιών, ὁ (Μ)βλ. καλαμιώνας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλαμίων — καλάμιον splint neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
καλαμητομία — και καλαμητομίη, ἡ (Α) [καλαμητόμος] το κόψιμο τών καλαμιών τού σταριού, θερισμός … Dictionary of Greek
καλαμητός — καλαμητός, ὁ (Α) [καλαμώμαι] η συλλογή καλαμιών, δηλ. στελεχών σίτου, σταχυολογία … Dictionary of Greek
καλαμιός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ., 21 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, 76 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πελεκάνου. * * * καλαμιός, ὁ (Μ) τόπος κατάφυτος από… … Dictionary of Greek
καλαμιώνας — ο (Μ καλαμιών) [καλαμεών] έκταση ή τόπος γεμάτος από καλάμια νεοελλ. συστάδα από καλάμια … Dictionary of Greek
καλαμοκόπιον — καλαμοκόπιον, τὸ (Μ) καλαμιώνας για κόψιμο καλαμιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + κόπιον (< κόπτω), πρβλ. χορτο κόπιον] … Dictionary of Greek
καλαμοκόπος — καλαμοκόπος, ὁ (Α) πάπ. εργαζόμενος στην κοπή καλαμιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + κόπος (< κόπτω), πρβλ. ηλο κόπος, ξυλο κόπος] … Dictionary of Greek
καλαμοπώλης — καλαμοπώλης, ὁ (Α) πάπ. πωλητής καλαμιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πώλης, σιτο πώλης] … Dictionary of Greek